χριστιανώς

χριστιανώς
ΜΑ
επίρρ. εκκλ. βλ. χριστιανός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”